- αἰγόλεθρος
- αἰγ-όλεθρος, ὁ,A goat's-bane, Rhododendron ponticum, Antig.Mir. 17, Plin.HN21.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγόλεθρος — αἰγόλεθρος, ο (Α) φυτό που ταυτίζεται με το είδος Rododendron ponticum τού γένους Ροδόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, αἰγὸς + ὄλεθρος] … Dictionary of Greek
αἰγόλεθρον — αἰγόλεθρος goat s bane masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek